πολυτετραϋδροφουράνιο

πολυτετραϋδροφουράνιο
το, Ν
χημ. μακρομοριακή ένωση, προϊόν πολυμερισμού τού τετραϋδροφουρανίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυοξυτετραμεθυλένιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) άλλη ονομασία τής πολυμερούς ένωσης πολυτετραϋδροφουράνιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”